- μηχανολογικός
- -η, -ο [μηχανολόγος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανολογία ή στον μηχανολόγο.επίρρ...μηχανολογικάμε μηχανολογικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηχανολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μηχανολογία ή το μηχανολόγο: Μηχανολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλαιουχικός — ή, ό 1. κεφαλαιικός 2. φρ. «κεφαλαιουχικά αγαθά» τα οικονομικά αγαθά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών, καταναλωτικών είτε κεφαλαιουχικών, και που διακρίνονται σε πάγια ή διαρκή, όπως είναι ο κτηριακός και μηχανολογικός… … Dictionary of Greek